ταρβῶ

ταρβῶ
ταρβέω
to be frightened
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ταρβέω
to be frightened
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταρβώ — έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α (ποιητ. τ.) 1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω 2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτι β) σέβομαι κάτι 3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῑν κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • ταρβύζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταρβῶ»· [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ταρβῶ, κατά τα ρ. σε ύζω] …   Dictionary of Greek

  • ατάρβακτος — ἀτάρβακτος, ον (Α) ατρόμητος, αφόβητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταρβώ ( έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος *] …   Dictionary of Greek

  • παντοτάρβητος — ον, Μ ο φοβερός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ταρβῶ «φοβάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προταρβώ — έω, Α 1. φοβάμαι εκ τών προτέρων («θάνατον προταρβοῡσα», Ευρ.) 2. φοβάμαι ή είμαι ανήσυχος για κάτι («ὁ ξυνήθης πότμος οὐκ εἴα πατρὸς ἡμᾱς προταρβεῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ταρβῶ «φοβάμαι, ανησυχώ»] …   Dictionary of Greek

  • τάρβημι — Α (αιολ. τ.) βλ. ταρβῶ …   Dictionary of Greek

  • τάρβος — ους και εος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. φόβος, δέος, τρόμος 2. σεβασμός, ευλάβεια 3. αντικείμενο που προξενεί φόβο, φόβητρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. ταρβῶ*] …   Dictionary of Greek

  • υποταρβώ — έω, Α φοβάμαι κάπως, έχω κάποιον φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ταρβῶ «φοβάμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”